Η παιδεία αποτελεί τον πυρήνα του ατομικού και του κοινωνικού γίγνεσθαι. Συνυφαίνει το σύνολο των επιτευγμάτων που συναπαρτίζουν το corpus της παράδοσης, με τις εκάστοτε ιστορικοπολιτικές μεταβλητές των κοινωνιών. Για τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, η παιδεία υπήρξε το θεμελιώδες πνευματικό κεφάλαιο κατά την αναζήτηση μιας κοινής οντολογικής συνισταμένης, που να εναρμονίζει την πραγμάτωση του προσώπου προς την εδραίωση ενός πολιτειακού πλαισίου μέσα στο οποίο θα διασφαλίζονται οι κατάλληλες προς τούτο θεσμικές προϋποθέσεις.
Σήμερα, η αλόγιστη προώθηση και υπερεκτίμηση της επιστημονικοτεχνικής διάστασης του πολιτισμού και η εγκαθίδρυση της ωφελιμιστικής νοοτροπίας στους λογισμούς και στις πράξεις των ανθρώπων οδήγησαν στην αποσυσχέτιση της γνωστικής διαδικασίας από την ηθική της συνιστώσα, γεγονός που δεν προοιωνίζεται καμιά θετική προοπτική για το μέλλον της ανθρωπότητας. Η υποτίμηση των επιστημών του ανθρώπου έναντι της υπεροχής των θετικών επιστημών, που συνδέονται στενότατα προς την παραγωγική διαδικασία, επισωρεύει πληθώρα δυσεπίλυτων προβλημάτων, τα οποία αγγίζουν, θα λέγαμε, το σήμα συναγερμού. Αναφέρω ενδεικτικά τη μεγιστοποιητική ιδεολογία του κέρδους, την καταναλωτική απληστία και την ψυχοκινητική του φαύλου κύκλου πυ αυτή προκαλεί, την αλλοτρίωση του προσώπου μέσα στη μάζα, την κακοδαιμονία του τρίτου κόσμου, τη ληστρική συμπεριφορά προς το φυσικό περιβάλλον, τα υπαρξιακά αδιέξοδα και άλλα που συνθέτουν ένα αδυσώπητο πλέγμα αδιεξόδων και καθιστούν αναγκαίο τον επαπροσδιορισμό της παιδείας επί τη βάσει ανθρωπιστικών προσανατολισμών, ως μόνη διέξοδο.
Δεν μπορεί να υπάρξει έθνος, κοινωνία, άτομο –με την έννοια της προσωπικής οντότητας –χωρίς το έργο της παιδείας. Το παιδαγωγικό έργο είναι φορτισμένο μ’ένα σύνθετο εννοιολογικό περιεχόμενο, εφόσον η παιδεία εκλαμβάνεται ως «φύσει» και «θέσει» ανθρωποπλαστική δύναμη.
Ο όρος «φύσει» αναφέρεται στις οντολογικές προδιαγραφές του ανθρωπίνου όντος, στη δυνατότητα και στη δεκτικότητά του, δηλαδή, για διαμόρφωση του εσωτερικού του κόσμου. Συνεπώς, το έργο της παιδείας συνοψίζεται στη συστηματική καλλιέργεια όλων των δυνάμεων που συνιστούν την προσωπικότητα. Οι δυνάμεις αυτές είναι συναισθηματικές, ηθικές, διανοητικές, αισθητικές αλλά και σωματικές, εφόσον η βιολογική μας κατάσταση έχει ουσιαστική επίδραση στην πνευματική μας ανάπτυξη.
Ο όρος «θέσει» αναφέρεται στη συγκεκριμένη θεσμοθετημένη κοινωνική λειτουργία, σύμφωνα προς την οποία μεταδίδεται στο νέο μέλος της κοινωνίας η υλική, ηθική και πολιτισμική, εν γένει, κληρονομιά, ώστε να δημιουργηθούν με τη μεταλαμπάδευση των πνευματικών αγαθών οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την πνευματική και σωματική διαμόρφωση του νέου μέσω της αγωγής.
«Μορφώνομαι» δε σημαίνει μόνο μαθαίνω γραφή, αποστηθίζω κανόνες, ιστορικά κατορθώματα ή λύνω μαθηματικές εξισώσεις. O νέος με την εισαγωγή του στο σχολείο είναι πάντοτε μια δυνατότητα για την αγωγή, η οποία θα προσπαθήσει να κεντρίσει και ν’ αφυπνίσει τον ψυχικό του κόσμο, για να του δώσει υπόσταση, μορφή, δηλαδή, και περιεχόμενο. O Πλάτων στον Πρωταγόρα και στους Νόμους διατείνεται ότι η παιδεία αποτελεί την «ὀρθήν τροφήν» της ψυχής και ότι «οι γερ ορθώς πεπαιδευμένοι σχεδόν αγαθοί γίγνονται». Στην Πολιτεία τονίζεται ιδιαίτερα η θεραπευτική δύναμη της παιδείας, διότι είναι η τέχνη εκείνη που οδηγεί στην ψυχική κάθαρση και την «περιαγωγή», τη μεταστροφή , δηλαδή, της ψυχής από το σκοτάδι της άγνοιας και της πλάνης στο φως της αλήθειας και του αγαθού. Τότε η ψυχή λυτρωμένη από αφύσικα καρκινώματα, μπορεί να προβάλει τη θεϊκή της ουσία και να πορευθεί προς την ευδαιμονία, σύμφωνα προς τον ηθικό κανόνα όπως διατυπώνεται στον πλατωνικό Κρίτωνα: «ου το ζην περί πλείστου ποιητέον, αλλά το ευ ζην».
Ο βαθμός επίδρασης της αγωγής αποτελεί αντικείμενο επίμονης έρευνας και εγείρει αντικρουόμενες απόψεις μεταξύ κοινωνιολόγων και παιδαγωγών. Οι διαφωνίες οφείλονται στο γεγονός ότι δεν μπορούμε σαφώς να προσδιορίσουμε ούτε τα όρια ούτε το ποσοστό επιτυχίας της αγωγής, δεδομένου ότι συμμετέχουν σ’ αυτή αρκετοί παράγοντες που συμβάλλουν ποικιλοτρὀπως στο αποτέλεσμά της, όπως για παράδειγμα ο χωροχρονικός και ο προσωπικός σχετικισμός. Ειδικότερα, αναφέρομε τις φυσικές προδιαθέσεις, τις κλίσεις, τις κληρονομικές καταβολές του ατόμου, στοιχεία από τα οποία, εξελισσόμενο το άτομο, άλλα θα απορρίψει, άλλα θα τροποποιήσει ή θα αξιοποιήσει, σύμφωνα με μια δική του εσωτερική επιλογή. Το φυσικό περιβάλλον επιδρά, επίσης, στην ψυχοφυσική διαμόρφωση ή ακόμη απρόσμενα συμβάντα της ζωής που επιφυλάσσει το τυχαίο ανατρέπουν τις προσδοκίες μας.
Από τους θεσμικούς παράγοντες αγωγής η οικογένεια είναι ο χώρος της πρώτης ομαδοποίησης του ατόμου. Είναι μια μικρή κοινότητα που δημιουργεί και αναπτύσσει στους κόλπους της μια νέαν ανθρώπινη ύπαρξη. Η σπουδαιότητά της είναι μοναδική για την ομαλή εξέλιξη της νέας ζωής και την περαιτέρω ένταξή της στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Η οικογένεια, αν λειτουργεί σωστά, παρέχει τις πρώτες εικόνες του κόσμου, διδάσκει την τάξη και το σεβασμό σε πρόσωπα και αξίες.
Παράλληλα προς την οικογένεια, το σχολείο είναι ο χώρος της οργανωμένης ζωής και της μεθοδικής διδασκαλίας που στοχεύει στο να διαπλάσει υγιές αρμονικό σώμα με τη σωστή άθληση να καλλιεργήσει την κρίση και να οργανώσει ορθά τη σκέψη του νέου να ενεργοποιήσει και ν’ αξιοποιήσει όλο τον πλούτο της ψυχής του να του διοχετεύσει τη γνώση εκείνη που θα τον ματαπλάσει σε ηθική προσωπικότητα με ισχυρή και ελεύθερη βούληση, συναισθηματική και αισθητική λειτουργία. Η γνώση αυτή προσφέρεται με τη μελέτη και την ποιοτική ανάλυση των κλασσικών κειμένων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Τα κείμενα αυτά είναι διαποτισμένα από την έννοια του ηθικώς ολοκληρωμένου ανθρώπου και την αναζήτηση της αλήθειας, του κάλλους και της αρετής, που αποτελούν αξίες, ιδέες, διανοητικά και ηθικά μεγέθη, όπως τα συνέλαβε η φωτισμένη ελληνική διανόηση και τα μορφοποίησε σε κάθε ιστορική της παρουσία. Με την αναγνώριση αυτού του θησαυρού είναι σαν να εφαρμόζομε σε κάθε βήμα της ύπαρξής μας «μια ψυχανάλυση του αγαθού».
Από τα δεδομένα της συγγραφικής παραγωγής επικυρώνεται ότι μόνον οι Έλληνες προσεγγίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη ως σύνολο, όπου σώμα και ψυχή εναρμονίζονται στο ρυθμό της ζωής και συμφιλιώνουν με τον ορθό λόγο τις αντιθέσεις των στοιχείων τους. Ο αρχαίος Έλληνας δεν υποτιμά το σώμα για να σώσει την ψυχή του. Αντιθέτως, το σώμα είναι πηγή χαράς και μπορεί να βοηθήσει το πνεύμα στον αγώνα της αυτογνωσίας και στην πορεία του προς την αρετή. Ο άνθρωπος της κλασσικής παιδείας αντιπροσωπεύει το πρότυπο, την ιδέα του ανθρώπου, που είναι ταυτόσημη προς την ιδέα του ήθους, της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας. Η αρμονία όμως αυτή του Έλληνα έχει ζυμωθεί μέσα από την πάλη με τον εαυτό του, τη γνωστή από την τραγωδία σύγκρουση των παθών και, ταυτόχρονα, μέσα από την επίγνωση της τραγικότητας του ανθρώπου εκείνου που έρχεται αντιμέτωπος προς τις ηθικές επιταγές της συνείδησης. Στη νεότερη ιστορία του Ελληνισμού, η λέξη «παλληκάρι» δε σημαίνει μόνον την ανδρεία του γενναίου πολεμιστή, αλλά και τη λεβεντιά και το φιλότιμο στο χαρακτήρα του μεταγενέστερου ΄Ελληνα. Η πνευματική παιδεία, λοιπόν, δεν μπορεί παρά να είναι η ανθρωπιστική μόρφωση, βασισμένη στα ιδεώδη του διαχρονικού πολιτισμού μας.
Σε μιαν εποχή έντονου σκεπτικισμού που αποδομεί θεμελιακούς θεσμούς, αποδυναμώνοντας συγχρόνως και τις παραδοσιακές αξίες της ζωής, η ανάγκη μελέτης των αρχαίων ελληνικών κειμένων καθίσταται αίτημα επιτακτικό.
«Το ελληνικό πνεύμα, αν και έχει πατρίδα, ωστόσο, εκ των πραγμάτων είναι οικουμενικό» θα υποστηρίξει ο αείμνηστος νεοέλληνας φιλόσοφος Ι. Θεοδωρακόπουλος. Αυτή η οικουμενική αξία του ελληνικού πνεύματος καθορίζει και το ιστορικό χρέος που επωμίζεται ο νέος ελληνισμός να αξιοποιήσει δημιουργικά την πλούσια πολιτισμική του κληρονομιά, για να διασώσει την εθνική του ταυτότητα και να υπηρετήσει αποτελεσματικά την ανθρωπότητα. Επομένως, κάθε πνευματικό ή πρακτικό μας διάβημα πρέπει να θεμελιώνεται επάνω στην εκ βαθέων κατανόηση της ελληνικότητας, ως αρμονικής σύζευξης του κλασσικού-ανθρωπιστικού και του ορθόδοξου χριστιανικού πνεύματος.
Η πανεπιστημιακή καθηγήτρια των κλασσικών σπουδών στο Παρίσι, Jacqueline de Romilly, ελληνίστρια διεθνούς φήμης, υπερασπίζεται με εφηβικό πείσμα και μαχητικότητα την ανάγκη μελέτης των αρχαίων ελληνικών κειμένων για τη συγκρότηση μιας υγιούς προσωπικότητας. Τα οφέλη από την ουσιαστική επαφή με το πνευματικό μας παρελθόν είναι σήμερα ζωτικής σημασίας, ιδιαίτερα για τους νέους, που καλούνται ν’ ανταποκριθούν με περίσκεψη και ωριμότητα στα επιτακτικά αιτήματα των καιρών για την ανάκτηση του αυθεντικού νοήματος της ζωής.
Κατά πρώτον λόγο, το ανήσυχο ελληνικό πνεύμα, κινούμενο από τον «έρωτα» για τη γνώση και την αλήθεια, εισέδυσε στο βάθος κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας για να συλλάβει και ν’αναδείξει τις αρχές εκείνες που συνιστούν το βάθρο του ατομικού και του συλλογικού βίου. Με τις εμπράγματες κατακτήσεις του στοχασμού στήθηκε το οικοδόμημα της αρχαίας ελληνικής δημοκρατίας και ορίσθηκαν οι συνιστώσες του παιδαγωγικού έργου, σε συνάρτηση προς το ήθος και την ευσχημοσύνη του προσώπου. Η απορία, επίσης, ενώπιον των θαυμαστών και ανεξήγητων φαινόμενων του κόσμου οδήγησε τη φιλοσοφική διανόηση από το μύθο στο λόγο, για να οικοδομήσει τη γνώση πιο στέρεα, και για να βλαστήσει σε γόνιμο πια έδαφος ο επιστημονικός λόγος στα μαθηματικά, στη γεωμετρία, στις εφηρμοσμένες επιστήμες. Και βεβαίως, όλη αυτή η πνευματική ευφορία αποκρυσταλλώθηκε σε μιαν αναλόγου ποιοτικού μεγέθους γλώσσα με πλούσιο λεξιλόγιο και άρτια δομή, με μουσική και παραστατική αρμονία.
Το CNN έχει προωθήσει παγκοσμίως ένα ηλεκτρονικό πρόγραμμα εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας (“Hellenic Quest”), διότι, όπως αναφέρει, «η κοινωνία μας χρειάζεται ένα εργαλείο που θα της επιτρέψει ν’ αναπτύσσει τη δημιουργικότητά της, να εισάγει νέες ιδέες και θα της προσφέρει γνώσεις περισσότερες από όσες ο άνθρωπος μπορούσε ως τώρα ν’ ανακαλύψει». Η ελληνική γλώσσα έχει μαθηματική δομή, και οι λεκτικοί της τύποι μπορούν ν’ αποτυπωθούν σε ολοκληρώματα, και τέλεια γεωμετρικά σχήματα από τα πιο προηγμένα ηλεκτρονικά προγράμματα. ΄Εχει επιστημονικά υποστηριχθεί ότι αυξάνει τις νευρικές συνάψεις του εγκεφάλου και αναπτύσσει την ευφυία. Γι΄ αυτό διακρίθηκε από τους ειδικούς ως γλώσσα «άνευ ορίων», αναγκαία για τις νέες επιστήμες της πληροφορικής, και της κυβερνητικής.
Παράλληλη εκδήλωση συνιστά και η προτροπή των Άγγλων επιχειρηματιών προς τα ανώτερα στελέχη τους να μάθουν αρχαία ελληνικά για να ενισχύσουν τις λογικές και ηγετικές τους ικανότητές. Και αξίζει να προσθέσουμε ότι ο Μπιλ Γκέιτς, ο δημιουργός του πολυεθνικού κολοσσού «Μάικροσοφτ», προσέλαβε στην εταιρεία του πέντε διευθυντές οι οποίοι διέθεταν άριστη γνώση της αρχαίας ελληνικής, ισχυριζόμενος ότι μόνον η δομή της ελληνικής μπορεί να τροφοδοτήσει τη λειτουργία των υπολογιστών. Το Πανεπιστήμιο Ιρβάιν της Καλιφόρνιας έχει αναλάβει την αποθησαύριση της ελληνικής γλώσσας με την ταξινόμηση των αρχαίων κειμένων. Πρόκειται για ένα μεγαλόπνοο έργο για το οποίο ο καθηγητής Μπρούνερ επισήμανε απροκάλυπτα: «Σ’όποιον απορεί γιατί τόσα εκατομμύρια δολάρια... απαντούμε: Μα πρόκειται για τη γλώσσα των προγόνων μας και η επαφή μ’ αυτούς θα βελτιώσει τον πολιτισμό μας». Για τους ίδιους λόγους οι Ισπανοί Ευρωβουλευτές ζήτησαν την καθιέρωση της ελληνικής ως επίσημης γλώσσας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διότι «το να ομιλεί κανείς για Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς την Ελληνική είναι σαν να ομιλεί σ’ έναν τυφλό για χρώματα».
Η διδασκαλία, λοιπόν, της αρχαίας ελληνικής γλώσσας καλλιεργεί το γλωσσικό αισθητήριο, του νέου ανθρώπου, εμπλουτίζοντας ταυτόχρονως και το γνωσιολογικό του υπόβαθρο διότι η γνώση της ιστορικής εξέλιξης των επιστημονικών αναζητήσεων, συμβάλλει στην ευχερέστερη αφομοίωση των σύγχρονων επιτευγμάτων, εφόσον η ιλιγγιώδης ανάπτυξη της επιστήμης επιβάλλει την απόκτηση πολλών και εξειδικευμένων γνώσεων. Παράλληλα, η συνολική θεώρηση της γνώσης στην εξελικτική της πορεία διδάσκει ότι η ουσία κάθε πνευματικού ενεργήματος είναι ένας αέναος και επίπονος αγώνας για την κατάκτηση της αλήθειας, στην οποία συμμετέχει ενεργώς κάθε ιστορική εποχή. Και είναι ουσιαστικό να συνειδητοποιήσουν οι νέοι τον ανθρωπιστικό χαρακτήρα της γνώσης, η οποία αντιμετωπίζει την προσωπική ύπαρξη «ως αυτοσκοπό και όχι ως μέσο» στον ζυγό του άκρατου επιστημονισμού. Παραπέμπω στον πλατωνικό λόγο «Πάσα επιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης και της άλλης αρετής πανουργία, ού σοφία φαίνεται».
Η κλασσική παιδεία, με τον πλούτο των εμπειριών της και τη συλλογική σοφία που προσφέρει, δημιουργεί, κατά δεύτερο λόγο, τη συναίσθηση της ιστορικής και πολιτικής ευθύνης. Τα διδάγματα του παρελθόντος, με τις επιτυχείς και ανεπιτυχείς εκβάσεις του, προκαλούν την αγωνιστική διάθεση των νέων, συγκροτούν τη συνείδηση του παρόντος και ενισχύουν το αίσθημα της συλλογικότητας. Αντιθέτως, η άγνοια ή η επιφανειακή προσέγγιση του παρελθόντος απομακρύνουν τους νέους από μιαν αστείρευτη πηγή γνώσεων και εμπειριών, αναστέλλοντας κάθε δημιουργική δυνατότητα.
Σήμερα, ο τεχνοκρατικός τρόπος ζωής επιβάλλει ένα ομοιόμορφο σχήμα διανόησης και συμπεριφοράς, που συνθλίβει το ανθρώπινο πρόσωπο μέσα στην άμορφη μάζα και το εκμηδενίζει. Οι νέοι, όμως, γαλουχημένοι με τα διδάγματα της ανθρωπιστικής παιδείας, θα συνειδητοποιήσουν πως η ανθρώπινη ύπαρξη καταξιώνεται μόνο με την ελεύθερη και υπεύθυνη πραγμάτωση του προσώπου, το οποίο διασπά με τον ορθό λόγο τα ασφυκτικά όρια του ατομικισμού. Έτσι διαμορφώνεται η προσωπική ταυτότητα του δημοκρατικού πολίτη, διότι η ιδέα του ανθρώπου ως συνόλου αρμονικού, συνάπτεται αρρήκτως με την ιδέα της κοινότητας σε μια σχέση δομικού συνόλου, όπου κάθε μέρος ανάγεται δυναμικώς και ουσιαστικώς στο όλον το όλον δε υφίσταται χάριν των μερών του, στο πλαίσιο μιας αλληλοτροφοδότησης. Η κοινωνία, για να διατηρήσει την ενότητα της ζωής της, πρέπει να διέπεται από το πνεύμα της ολότητας, το οποίο διασφαλίζεται με την ενεργό συμμετοχή του πολίτου στα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα. Στα Πολιτικά του Αριστοτέλους η ουσιαστική ενασχόληση με τα «κοινά» έχει βαρύνουσα σημασία, προκειμένου να οριστεί η ιδιότητα του «πολίτου». Ο Θουκυδίδης στον Περικλέους Επιτάφιο, αποφαίνεται κατηγορηματικά ότι όποιος δε συμμετέχει στις κοινές πολιτικές υποθέσεις δε θεωρείται απλώς ουδέτερος ή φιλήσυχος, αλλά άχρηστος και ανέντιμος. Ήδη παλαιότερα ο Σόλων, όπως παραδίδει ο Αριστοτέλης, είχε θεσπίσει με νόμο την υποχρεωτική ανάμειξη στα πολιτικά, και όποιος, αδιαφορώντας, παρέβαινε τη βασική αυτή υποχρέωση εθεωρείτο «άτιμος», έχανε δηλαδή τα πολιτικά του δικαιώματα. Δικαίως λοιπόν η Jacqueline de Romilly στο βιβλίο της Γιατί η Ελλάδα; διαπιστώνει ότι «δεν μπορούμε πια να σκεφτούμε τη δημοκρατία, που κατέχει μια τόσο θεμελιώδη θέση στην ευρωπαϊκή διανόηση, χωρίς ν’ ακολουθήσομε, είτε το ξέρομε είτε όχι, το δρόμο που χάραξε η Αθήνα».
Αναμφιβόλως, το πνεύμα της γνησιότητας ενός λαού συναρτάται άμεσα προς την ποιότητα των αξιών και προς τα ηθικά αναστήματα που αυτές ορθώνουν με τη δύναμη της αγωγής. Το αρχαίο κείμενο δεν είναι ένα τυπικό απολίθωμα ενός κόσμου που έσβησε στο παρελθόν είναι ζώσα ύπαρξη με ύλη και πνεύμα. Γι’αυτό η άμεση και γόνιμη επικοινωνία μαζί του προσφέρει τη βιωματική γνώση της δικαιοσύνης, της σωφροσύνης, του μέτρου και καλλιεργεί την προαίρεση- ως συνειδητή έκφανση της βούλησης - και τη δυναμική έκφραση των αρετών.
Οι αρετές σμιλεύουν τα χρηστά ήθη, κι αυτά γεννούν με τη σειρά τους τα ορθά πολιτεύματα δηλώνει ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του (αεί δε το βέλτιον ήθος βελτίονος αίτιον πολιτείας). Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης ενέκυψαν με εμβρίθεια στο θεμελιώδες ζήτημα της αρετής και ανέλυσαν με μεθοδικότητα την ουσία της τόσο στη θεωρητική όσο και στην πρακτική της διάσταση, ως κανονιστικής, δηλαδή, αρχής και αξιακής πραγμάτωσης του «ευ ζην». Ως μη εγγεγραμμένη εξ αρχής στην ανθρώπινη φύση, η αρετή είναι διδακτή και αυξάνεται με τη συνεχή, μακροχρόνια και επιμελή άσκηση.
Οι έννοιες του μέτρου και της αρμονίας δικαιωματικώς ανήκουν, επίσης, στις κατακτήσεις της ελληνικής ψυχής, που έζησε με τραγικότητα τις ακραίες καταπτώσεις και ανυψώσεις της, από τον Εφιάλτη ως τον Σωκράτη, αναζητώντας την ουσία της.
Από την πλευρά των διαπροσωπικών σχέσεων, η διαλεκτική σχέση μεταξύ διδάσκοντος και διδασκομένου αποτελεί μοναδικό παιδαγωγικό μέσο για την ανάπτυξη του κριτικού προβληματισμού και για τον εξευγενισμό του ψυχικού κόσμου, που προετοιμάζουν την πνευματική και ηθική ολοκλήρωση του νέου. Όπως διατυπώνει με τον ρεαλισμό που τον διακρίνει ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια, «η δ' ηθική εξ έθους περιγίγνεται». Το ήθος, δηλαδή, του ανθρώπου δεν διαμορφώνεται μόνο με τις διδαχές και τις κατευθύνσεις της αγωγής, αλλά και με το «έθος», τον εθισμό, τη συνήθεια, ώστε η ψυχή ν’ αποκτήσει μια σταθερή και μόνιμη διάθεση προς την αρετή, βασισμένη στην προαίρεση και στη μεσότητα κατά την ορθή κρίση ενός στοχαζομένου ανθρώπου.
Σε μιαν εποχή όπου οι συνειδήσεις διακατέχονται από το πνεύμα της υλοφροσύνης και του κακώς νοουμένου ορθολογισμού, οι νέοι, χωρίς σαφή ορθολογικά και ηθικά ερείσματα, χάνονται στους δαιδαλώδεις δρόμους της κερδοσκοπίας και του άγονου ανταγωνισμού. Ενστερνιζόμενοι όμως, χάρη στην ανθρωπιστική αγωγή, την αξία της ελεύθερης και της αυτόνομης προσωπικότητας, θ’αναπτύξουν τις αναγκαίες αντιστάσεις άμυνας στις σύγχρονες τάσεις ετεροκαθορισμού που προβάλλει ο νέος τύπος του homo economicus. Ο ηθικός εξοπλισμός διαφυλάσσει, επίσης, τη συνεκτικότητα των κοινωνικών δεσμών και θεμελιώνει το πλαίσιο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στη δημοκρατική και αρμονική σχέση πολίτου - πολιτείας. Συνεπώς, ηθική προσωπικότητα και υγιής κοινωνία είναι δύο πολιτειακές συνιστώσες που καταφάσκουν η μία προς την άλλη.
Με τη μελέτη της αρχαίας ελληνικής γραμματείας δημιουργούνται κοινές αξίες, κοινά ιδανικά, που στηρίζουν κοινούς στόχους και επιδιώξεις. Συνειδητοποιώντας τις δυνατότητές μας, εναρμονισμένοι προς το πνεύμα της αμοιβαίας προσφοράς και της υγιούς συνεργασίας, θα προσδιορίσουμε τη θέση και την αποστολή μας στο σύγχρονο πολιτισμικό κόσμο. Η ενοποίηση αυτή των ατομικών δυνάμεων θα συμβάλει στην ευχερέστερη επίλυση των κοινωνικών μας προβλημάτων και στην απόκτηση εκτίμησης εκ μέρους των άλλων χωρών.
Προς τον σκοπό αυτόν, η ανθρωπιστική αγωγή διατηρεί τον νέο σε άμεση επαφή προς την ιστορία και την παράδοση του τόπου του. Στο παρόν μας κομίζουμε το παρελθόν με τη μνήμη και προδιαγράφουμε το μέλλον. Το παρόν είναι η χρονική διάρκεια μέσα στην οποία το παρελθόν απολογείται για τα πεπραγμένα του. Καμία ανθρώπινη πράξη δεν μπορεί να αξιολογηθεί εντελώς, παρά μόνον όταν έχει συντελεσθεί .
Η παράδοσή μας είναι ένας κρίκος που συνυφαίνεται άρρηκτα μέσα στην αλυσίδα της πνευματικής μας πορείας, όπου τον κλασσικό πολιτισμό διαδέχεται ο ελληνοχριστιανικός, που συγχωνεύει, στη συνέχεια, την κλασσική διανόηση με το χριστιανικό συναίσθημα. Η παράδοση είναι ο φύλακας και συντηρητής της εθνικής μας συνείδησης.
Είναι ιστορικά επιβεβαιωμένο ότι οι ρίζες των ευρωπαϊκών λαών είναι βυθισμένες μέσα στην Ελλάδα. «Είμαστε όλοι Έλληνες» αναφωνεί ο Άγγλος ποιητής Shelley στον πρόλογο του λυρικού του δράματος που φέρει τον τίτλο «Ελλάς». Η αρχαιοελληνική παιδεία, έχοντας διανύσει μια διαδρομή αιώνων, κληροδοτήθηκε στους λαούς της Δύσης μέσω συγκεκριμένων ιστορικών σταθμών: του αρχαιοελληνικού αποικισμού, της επίδρασης του ελληνικού πολιτισμού στους Ρωμαίους μετά την κατάκτηση της Ελλάδας το 146π.χ., του Βυζαντινού πολιτισμού, των Ελλήνων λογίων στη Δύση μετά την Άλωση και στη συνέχεια της στροφής προς το πνεύμα της αρχαιότητας με την Αναγέννηση, που σηματοδότησε την αυγή και σφράγισε την ταυτότητα του ευρωπαϊκού πολιτισμού. «Από όλα τα κείμενα και όλα όσα αποτελούν την ιστορία και την κληρονομιά της ανθρωπότητας, κάτι περνάει στη φαντασία των νέων, τροποποιείται, ριζώνει, ευδοκιμεί και βαθμιαία, δε θα γίνουν βέβαια ήρωες του Ομήρου, αλλά τουλάχιστον σωστοί άνθρωποι» τονίζει η Jacqueline de Romilly.
Επιτακτικό είναι σήμερα το αίτημα για πολιτική συνοχή και περιφρούρηση των εθνικών μας δικαιωμάτων. Το όραμα του διεθνισμού δεν μπορεί να πραγματωθεί με οικονομικούς και πολιτικούς σχεδιασμούς που κατευθύνονται από τους ισχυρούς των οπλικών συστημάτων. Η ενδυνάμωση της ιστορικής μνήμης εγείρει το σθένος και τη συναίσθηση της ευθύνης για την αντιμετώπιση των κρίσιμων προβλημάτων της ειρήνης, της οικολογικής καταστροφής και του αλλότριου επεκτατισμού. Εξ άλλου, οι νέοι διδάσκονται από τον ασυγκράτητο πατριωτισμό των προγόνων τους ότι, όσες φορές πρυτανεύει στους αγώνες η αρχή «η ισχύς εν τη ενώση», τότε οι ίδιοι ως αποδέκτες της εν λόγω παρακαταθήκης μεγαλουργούν και τιμούν την ιστορία. Αντίθετως, η εμφύλια και αδελφοκτόνος αντιπαράθεση επιφέρει την κοινωνική και πολιτική αποσύνθεση, απειλώντας τον Ελληνισμό, εν προκειμένω, με ολοκληρωτικό αφανισμό.
Στην εποχή μας, οι κακόβουλες τακτικές που εποφθαλμιούν την εθνική μας υπόσταση εντείνονται∙ τα αλλότρια προς την ηθική αντιπνευματικά μηνύματα πληθύνονται, και η ιστορική μας συνέχεια και η προσφορά μας στη θεμελίωση του Ευρωπαϊκού πολιτισμού αμφισβητείται. Είναι, λοιπόν, ιδιαιτέρα επιτακτικό το χρέος να διαφυλάξουμε την ταυτότητά μας με συναίσθηση πανανθρώπινης ευθύνης, με ανοικτή καρδιά και το λογισμό μας εστραμμένο προς το πνεύμα όλων των άλλων λαών.
Συνοψίζοντας, θα τονίσομε πως η κλασσική παιδεία στοχεύει στο «γνώθι σ'αυτόν», προφυλάσσει από την «υπεροψία και από την ύβρη προς την ουσία του ανθρώπου» και, όπως θα έλεγε ο Sartre, «γινόμαστε αυτό που είμαστε με τη συνείδηση της ουσίας μας, η οποία συγκροτείται από εκείνο που έχουμε υπάρξει».
H παιδεία σήμερα δε φαίνεται ν’ ανταποκρίνεται στην υψηλή της αποστολή. Το πνεύμα της χρησιμοθηρίας έχει επιδράσει καταλυτικά στη δυναμική της γόνιμης παιδαγωγικής πράξης. Το σχολείο, από ναός γνώσης έχει μετατραπεί σε φυτώριο τεχνοκρατών. Η προοπτική του κριτικού λόγου και της διαλεκτικής επικοινωνίας αντικαθίστσται από την παροχή τεχνικών, κυρίως, γνώσεων και τη στείρα απομνημόνευση, οι οποίες αφυδατώνουν το πνεύμα και ναρκώνουν τις ζωτικές δυνάμεις της νεανικής ψυχής. Χωρίς ηθικά και μεταφυσικά ερείσματα, οι νέοι καθίστανται ευήκοοι στους εκμαυλιστικούς ήχους των σειρήνων της φαυλότητας και της ηθικής αναλγησίας.
Οι νέοι σήμερα ενηλικιώνονται μόνοι τους, « πέραν του καλού και του κακού», με υποδειγματικά κριτήρια συμπεριφοράς τη χρηστικότητα και την ιδιοτέλεια Και γι’ αυτό θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως πιο σπουδαίοι και πιο εράσμιοι-αγαπημένοι. Και γι’αυτό είναι περισσότερο τραγικοί από άλλοτε. Η έννοια της τραγικότητας ενέχει στην ουσία της τη σύγκρουση μεταξύ του ηθικού καθήκοντος, και των παθών, των ενστίκτων και του συμφέροντος που το αντιστρατεύονται. Στην περίπτωση των νέων, συγκρούονται η παιδική αθωότητα, τα ιδανικά και τα οράματά τους με τις αντιφάσεις μιας κοινωνίας που είναι άφιλη στα όνειρά τους. Κι όμως, οι νέοι πρέπει να συνεχίσουν να ονειρεύονται, γιατί χωρίς το όνειρο δεν υπάρχει ελπίδα και χωρίς αυτήν ο κόσμος κινδυνεύει ν’αγγίξει το έσχατο σημείο παρακμής του. Θα ήταν παράλειψη, ομιλώντας για τον παροπλισμό της νεανικής ψυχής από τα φυσικά της χαρίσματα, να μη μνημονεύσουμε τον προφητικό λόγο του Ησιόδου του μεγάλου επικού ποιητή του 7ου π.χ.αιώνα Στο έργο του Εργα και Ημέραι, αναφέρεται στα πέντε γένη της ανθρωπότητας και συγκεκριμένα, από το τελευταίο γένος, το σιδηρούν, μας στέλνει ένα συμβολικό, μυθικό μήνυμα: Όταν τα παιδιά γεννηθούν με λευκούς κροτάφους, δηλαδή, γερασμένα, δεν θα έχουν κανένα κίνητρο για ζωή, καμία όρεξη για δημιουργία και προκοπή. Τότε ο Δίας με λύπη θα καταστρέψει το γένος αυτό των ανθρώπων, γιατί η καρδιά τους θα είναι σκληρή σα σίδερο από τις ανομίες και την αδικία. Ως και οι ίδιες οι Ερινύες και η Νέμεσις- οι τιμωροί των ανθρώπων- θα αποστρέψουν το πρόσωπό τους από τους ανθρώπους, θα τους εγκαταλείψουν και θα αποσυρθούν στην ουράνια κατοικία τους. Οι νέοι μας σήμερα, κρύβοντας βαθιά στην ψυχή τους κάθε δυναμογόνο σπόρο της ηλικίας τους, αναζητούν απεγνωσμένα γόνιμο έδαφος για να ευδοκιμήσει το ανθρώπινο πρόσωπό τους. Μέσα στην αγελαία οργάνωση της κοινωνίας αποκλείεται κάθε δυνατότητα για ανάδειξη του προσώπου, που παραμένει ωραιοποιημένο και εξιδανικευμένο μόνο μέσα στις θεωρητικές διακηρύξεις των ποικιλόμορφων αντιφάσεων της εποχής μας. Ας μην "αναμασάμε" λοιπόν εμείς, οι αυτοχαρακτηριζόμενοι ως ώριμοι, τις ίδιες, κάθε φορά, μονοδιάστατες και πρόχειρες γενικολογίες, ότι οι νέοι σήμερα είναι επιπόλαιοι και δεν ενδιαφέρονται για το μέλλον τους. Ποιό μέλλον, άραγε, τους προσφέρουμε σ’ένα παρόν χωρίς υγιή πρότυπα, χωρίς ποιοτικά μεγέθη, με μοναδικό όραμα την ψευδαίσθηση της οικονομικής ευμάρειας, που καθήλωσε τον άνθρωπο, σήμερα, στο αδιέξοδο της επιβίωσης; Επίκαιρη όσο ποτέ παραμένει η ρήση του Αϊνστάιν «είμαστε στην εποχή των τέλειων μέσων και των συγκεχυμένων σκοπών».
Για τους σοφούς της αρχαίας Ελλάδας, η παιδεία αποτελούσε πρωταρχικό μέλημα της πολιτείας. Ηταν ο χώρος στον οποίο δοκιμάζονταν οι αντοχές και η ποιότητα κάθε δημοκρατικού κυβερνητικού σχήματος. Σήμερα, οι όποιες μεταρρυθμίσεις στα εκπαιδευτικά πράγματα πρέπει να στηριχθούν στη βαθειά μελέτη των σύγχρονων προβλημάτων με τη συνδρομή όλων των φορέων της παιδείας. « Η νέα γενεά εξαναγκάζεται να χυθεί μέσα στις μορφές εκείνες που θα εξυπηρετήσουν τις οικονομικοπολιτικές επιδιώξεις των παρατάξεων που κρατούν στα χέρια τους την εξουσία και προσπαθούν να θεμελιώσουν το κράτος πάνω σ’ ένα πρόγραμμα που θα γίνει ο μοναδικός άξονας ζωής», –για να επικαλεστούμε την αφοριστική διαπίστωση του Ε.Παπανούτσου. Το σχολείο σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να γίνεται πεδίο μικροκομματικών αντιπαραθέσεων και πειραματισμών. Αυτή η πρακτική του εκπαιδευτικού κρατισμού διασφαλίζει τα εχέγγυα για προσχηματισμένες πολιτικές προοπτικές.΄Οταν το οικοδόμημα της παιδείας παρουσιάζει ρωγμές, τότε όλος ο κοινωνικός ιστός της πολιτείας κινδυνεύει να καταρρεύσει. Η επισήμανση αυτή πρέπει να γίνει κοινή συνείδηση, προκειμένου να ευδοκιμήσει ένα υγιές εκπαιδευτικό σύστημα. Και φυσικά δεν πρέπει ποτέ να λησμονήσουμε τη σοφή ρήση της J. de Romilly: «όποιος σκέπτεται, σκέπτεται ελληνικά, ακόμα κι αν δεν το υποπτεύεται».
ΔΗΜΑΚΗ ΠΗΝΕΛΟΠΗ (ΠΕΝΗ)
Επιστημονικό Διδακτικό Προσωπικό του Τομέα Φιλοσοφίας
της Φιλοσοφικής Σχολής
του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Έχει μετάσχει σε συνέδρια, ενώ διαθέτει ερευνητικό, διδακτικό και συγγραφικό έργο
Δημοσίευση 18/12/2013